Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνικτικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνικτικός — ή, ό, ΝΜΑ [πνικτός] πνιγηρός … Dictionary of Greek
πνικτικῷ — πνικτικός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)